Προεδρία Ομπάμα:
η τραγωδία
μιας χαμένης
ιστορικής ευκαιρίας;
Αρθρο των:
Henry Giroux
και ΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ*
Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ως 44ου προέδρου των ΗΠΑ υποδηλώνει όχι μόνο μια συντριπτική απόρριψη των αντιδημοκρατικών πολιτικών του Τζορτζ Μπους αλλά και μια στροφή προς ένα νέο πολιτικό όραμα, ένα όραμα που το διακριτικό του γνώρισμα είναι μια μεγαλόψυχη γλώσσα ελπίδας και υπόσχεσης για μια σφύζουσα δημοκρατία. Αλλά τα οράματα, όσο ευγενή και αν είναι, εκτιμώνται τελικά όχι απλώς από την άποψη της ρητορικής αλλά διαμέσου αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ο ενστερνισμός των υπεύθυνων πράξεων. Ναι, η ρητορική μπορεί να προσφέρει ένα αμυδρό φως ελπίδας, αλλά οι πράξεις είναι αυτές που υποδηλώνουν τον αξιόπιστο ενστερνισμό μιας κοινής επιθυμίας για πραγματική και ουσιαστική αλλαγή. Η ρητορική στην προεδρική εκστρατεία του Μπαράκ Ομπάμα, εμψυχωτική και συγκινητική, ήταν «αλλαγή» και «ελπίδα». Οι ενέργειες μέχρι τώρα, βασισμένες στην επιλογή των μελών του προεδρικού του επιτελείου, μόνο σκεπτικισμό αφήνουν για την πορεία της πολιτικής που θα ακολουθήσει ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ.
Οπρώτος σημαντικός διορισμός στον στενό κύκλο του Ομπάμα ήταν αυτός ο Ραχμ Εμάνουελ ως επιτελάρχη στον Λευκό Οίκο. Ο Εμάνουελ δεν είναι μόνο ένας καπάτσος της πολιτικής στην Ουάσιγκτον και με βαθιές ρίζες στις πολιτικές του Κλίντον, αλλά και θερμός υποστηρικτής των παραδοσιακών ισραηλινών/αμερικανικών σχέσεων και ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου στο Ιράκ. Ο Ομπάμα έχει περιβληθεί από διανοούμενους που έπαιξαν κύριο ρόλο στη διαμόρφωση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της εποχής Κλίντον, συμπεριλαμβανομένου του Λάρι Σόμερς, ο οποίος θα είναι επικεφαλής του Προεδρικού Οικονομικού Συμβουλίου και στην πορεία του διαδραμάτισε έναν ουσιαστικό ρόλο στην απορρύθμιση του τραπεζικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμβάλλοντας κατά συνέπεια στην τρέχουσα οικονομική κρίση. (Διετέλεσε και πρόεδρος του Χάρβαρντ 2001-2006, αποχωρώντας μετά από ψηφοφορία έλλειψης εμπιστοσύνης του διδακτικού προσωπικού προς την ηγεσία του.) Υπουργός Εξωτερικών θα είναι η Χίλαρι Κλίντον, άλλο ένα μέλος της σκληροπυρηνικής πτέρυγας του Δημοκρατικού Κόμματος, που θερμά υποστήριξε τον πόλεμο στο Ιράκ, υπεραμύνεται του δόγματος της «εξαναγκαστικής διπλωματίας» (διπλωματία που στηρίζεται στη χρήση βίας) και δεν χάνει ευκαιρία να τονίζει την ανάγκη της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών.
Από την άλλη μεριά, οι σύμβουλοι του Ομπάμα έσπευσαν να συντάξουν έναν κατάλογο με πολιτικές του Μπους που, όπως αναφέρουν οι «New York Times» στις 10 Νοεμβρίου, θα μπορούσαν να ανατραπούν από τις εκτελεστικές εξουσίες του νέου προέδρου. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη κίνηση που δεν πρέπει να υποτιμηθεί - αν και το CNN έσπευσε να ανακοινώσει αμέσως μετά την επίσκεψη του Ομπάμα στον Λευκό Οίκο και τις συνομιλίες που είχε εκεί με τον Μπους ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θα ανατρέψει τις πολιτικές του Μπους για το περιβάλλον και γύρω από την έρευνα ανθρωπίνων κυττάρων.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε τον βαθμό στον οποίο ο Ομπάμα θα προσφέρει όχι μόνο ελπίδα αλλά και νέες πολιτικές που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε ένα νέο δρόμο. Αυτό όμως που δεν αμφισβητείται είναι ότι οι μοχλοί πίεσης από τα διάφορα κέντρα εξουσίας και πολιτικών συμφερόντων, που δυστυχώς ήδη εκπροσωπούνται από μέλη του ίδιου του προεδρικού επιτελείου του Ομπάμα, θα παλέψουν επίμοχθα προκειμένου να περιορίσουν τις όποιες προοδευτικές προσπάθειες για αλλαγή στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική στην Ουάσιγκτον.
Κατά συνέπεια, υπάρχουν μεν λόγοι να παραμένει κανείς ενθουσιασμένος με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, αλλά θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερα επιφυλακτικός μετά τις επιλογές των προσώπων που έκανε για τις θέσεις στο προεδρικό του επιτελείο. Συμβολικά, η εκλογή του είναι μια πρωτοφανής στιγμή στην ιστορική εξέλιξη των αστικών δικαιωμάτων και μια μεγάλη κατάθεση του αντίκτυπου που είχε ο πολιτικός ακτιβισμός της δεκαετίας του '60, ενώ συγχρόνως προσφέρει νέες δυνατότητες για να γίνουν ακόμα πιο σημαντικά βήματα στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Πολιτικά, η εκλογή του βάζει φρένο σε πολλές αυταρχικές και αντιδημοκρατικές τάσεις που λειτουργούν μέσα και έξω από τη χώρα, ενώ παράλληλα δημιουργεί τη βάση για μια νέα κριτική των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών αλλά και δίνει το έναυσμα για τη διεκδίκηση, άλλη μια φορά, και την ενεργοποίηση της γλώσσας, ξανά, του κοινωνικού συμβολαίου και της κοινωνικής δημοκρατίας. Μπορεί η κυβέρνηση Μπους να ήταν αδιάφορη στις πνευματικές ιδέες, τη συζήτηση και τον διάλογο, ήταν όμως λυσσαλέα στο να καταστρέψει τις πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες που θα καθιστούσαν εφικτό τον δημοκρατικό διάλογο. Σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση Μπους ήταν πρόθυμη να θυσιάσει σχεδόν οποιοδήποτε υπόλοιπο της δημοκρατίας για να προαγάγει περαιτέρω τα συμφέροντα των πλουσίων και των ισχυρών, ειδικά εκείνων που είχαν υπό την κατοχή τους εταιρική δύναμη. Η κυβέρνηση Ομπάμα θα αποτύχει εάν δεν συνδέσει την τρέχουσα εταιρική και πιστωτική κρίση με την κρίση της δημοκρατίας και της δηλητηριώδους ανατροπής της από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Ηεταιρική εξουσία πρέπει να αντιμετωπιστεί μετωπικά για να έχουν τύχη οι οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήσει ο Ομπάμα. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να αναστηθεί για άλλη μια φορά ενάντια στην εξουσία και τα συμφέροντα του εταιρικού κράτους και αυτή η μάχη δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, αλλά πολιτιστική και παιδαγωγική. Φυσικά, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εξιδανικεύσουμε υπερβολικά την εκλογή του Ομπάμα διότι αυτό που πρέπει να καταστήσει σαφές αυτό το ιστορικό γεγονός είναι η ανάγκη για τις διάφορες προοδευτικές και αριστερά προσανατολισμένες ομάδες να ξεπεράσουν τις απομονωμένες απαιτήσεις τους και να διαμορφωθούν ισχυρά προοδευτικά κοινωνικά κινήματα που θα μπορούν να σπρώξουν τον Ομπάμα προς τα αριστερά αντί να του επιτρέψουν να μετακινηθεί προς το κέντρο και τα δεξιά. Αυτό τουλάχιστον πέτυχαν τα κινήματα της δεκαετίας του '60 -και μάλιστα κάτω από πολύ πιο αντίξοες κοινωνικές συνθήκες. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να κάνει κάτι παραπάνω από το να ασπαστεί μια γλώσσα κριτικής: θα πρέπει επίσης να συμμετάσχει σε μια συζήτηση ελπίδας, αλλά μιας ελπίδας που είναι συγκεκριμένη, ριζοβολημένη σε πραγματικούς αγώνες και ικανή να σχεδιάσει μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι μια νέα πολιτική φαντασία που θα ενεργοποιήσει και εκείνο το μέρος της κοινωνίας που παραμένει αδιάφορο μέσα στο σύγχρονο σύμπλεγμα του καταναλωτισμού και της αποβλάκωσης των ΜΜΕ. Αυτή η προσπάθεια είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους διανοούμενους, τους ανθρώπους της τέχνης και της κουλτούρας και τους εκπαιδευτικούς. Υπάρχει έντονη ανάγκη να ξανασκεφτούμε τη σχέση μεταξύ παιδείας και πολιτικής, της παραγωγής των ιδιαίτερων ειδών θεμάτων ως όρων του αστικού δημοκρατικού βίου και των τρόπων με τους οποίους η τέχνη, η κουλτούρα και η εκπαίδευση έχουν στη σύγχρονη εποχή αναπτυχθεί σε μερικές από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της ιστορίας. Η σημαντικότερη πρόκληση για τους διανοούμενους και τους εκπαιδευτικούς στις ΗΠΑ, και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι να μετατρέψουν τη μάθηση και την παιδεία στο σύνολό τους σε μια δυναμική διαδικασία που θα έχει ως επίκεντρο τον δημοκρατικό πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν σοβαρά την πνευματική και εκπαιδευτική δύναμη ενός πολιτισμού που κατέχει κεντρική σημασία στη διαμόρφωση νέων υποκειμενικοτήτων διαμέσου της παθολογίας του καταναλωτισμού, των αξιών της ελεύθερης αγοράς και του ατομικισμού, αντικαθιστώντας τον σταδιακά με τις αξίες, τις ταυτότητες και τις κοινωνικές σχέσεις της δημοκρατικής πολιτείας.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο μιλιταρισμός, η υπερεθνικοφροσύνη, ο σοβινισμός και τα φονταμενταλιστικά ιδεολογήματα θα πρέπει τουλάχιστον να περιοριστούν, με δεδομένο το πόσο δύσκολο είναι για οποιονδήποτε πρόεδρο να ανατρέψει ένα αυτοκρατορικό σύστημα με φυσική κλίση στη χρήση ισχύος, καταπίεσης και τρόμου. Πράγματι, από τις σφαγές των Ινδιάνων από τους πρώτους αποίκους έως την αποκρουστική σφαγή περίπου 250.000 Ιρακινών στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991 και την εισβολή στο Ιράκ το 2003, που έχει έως τώρα κοστίσει τη ζωή σε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους, η αμερικανική εξουσία έχει λειτουργήσει ως ένα όργανο ιμπεριαλιστικής εξουσίας και υποταγής, ενώ η βία αποτελεί τον κανόνα, μάλλον, παρά την εξαίρεση. Ο Ομπάμα θα δικαιολογούσε τη λαϊκή εντολή που έλαβε αν κάνει σταθερά βήματα να αποσύρει τα στρατεύματα από το Ιράκ, να απομακρυνθεί από το δόγμα αντι-εξέγερσης στο Αφγανιστάν, να ανατρέψει το πυρηνικό αμυντικό πρόγραμμα του Μπους στην Ανατολική Ευρώπη, να ενστερνιστεί την πολύπλευρη διπλωματία και να στηριχθεί περισσότερο στην «ήπια» δύναμη των ΗΠΑ για την επιδίωξη των παγκόσμιων συμφερόντων τους αντί στη χρήση της ωμής βίας, να κλείσει το Γκουαντάναμο και να διακόψει το εμπάργκο στην Κούβα.
Μόνο με μερικές τέτοιες ενέργειες θα εκπληρωθούν οι προσδοκίες του κόσμου για «αλλαγή», που δημιούργησε η ρητορική του Ομπάμα. Σε αντίθετη περίπτωση, η προεδρία του θα αποτελέσει πραγματική τραγωδία μιας χαμένης ιστορικής ευκαιρίας για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
*Ο Henry Giroux είναι καθηγητής στην έδρα Global Television Network στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, καθηγητής Πολιτιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά και ηγετική φυσιογνωμία στον χώρο της ριζοσπαστικής παιδαγωγικής και των πολιτιστικών σπουδών. Ο Χρόνης Πολυχρονίου διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και είναι εταίρος του Κέντρου Κριτικής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά.
Από την άλλη μεριά, οι σύμβουλοι του Ομπάμα έσπευσαν να συντάξουν έναν κατάλογο με πολιτικές του Μπους που, όπως αναφέρουν οι «New York Times» στις 10 Νοεμβρίου, θα μπορούσαν να ανατραπούν από τις εκτελεστικές εξουσίες του νέου προέδρου. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη κίνηση που δεν πρέπει να υποτιμηθεί - αν και το CNN έσπευσε να ανακοινώσει αμέσως μετά την επίσκεψη του Ομπάμα στον Λευκό Οίκο και τις συνομιλίες που είχε εκεί με τον Μπους ότι ο νεοεκλεγείς πρόεδρος δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν θα ανατρέψει τις πολιτικές του Μπους για το περιβάλλον και γύρω από την έρευνα ανθρωπίνων κυττάρων.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε τον βαθμό στον οποίο ο Ομπάμα θα προσφέρει όχι μόνο ελπίδα αλλά και νέες πολιτικές που θα οδηγήσουν τις ΗΠΑ σε ένα νέο δρόμο. Αυτό όμως που δεν αμφισβητείται είναι ότι οι μοχλοί πίεσης από τα διάφορα κέντρα εξουσίας και πολιτικών συμφερόντων, που δυστυχώς ήδη εκπροσωπούνται από μέλη του ίδιου του προεδρικού επιτελείου του Ομπάμα, θα παλέψουν επίμοχθα προκειμένου να περιορίσουν τις όποιες προοδευτικές προσπάθειες για αλλαγή στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτική στην Ουάσιγκτον.
Κατά συνέπεια, υπάρχουν μεν λόγοι να παραμένει κανείς ενθουσιασμένος με την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, αλλά θα πρέπει να είναι ταυτόχρονα και ιδιαίτερα επιφυλακτικός μετά τις επιλογές των προσώπων που έκανε για τις θέσεις στο προεδρικό του επιτελείο. Συμβολικά, η εκλογή του είναι μια πρωτοφανής στιγμή στην ιστορική εξέλιξη των αστικών δικαιωμάτων και μια μεγάλη κατάθεση του αντίκτυπου που είχε ο πολιτικός ακτιβισμός της δεκαετίας του '60, ενώ συγχρόνως προσφέρει νέες δυνατότητες για να γίνουν ακόμα πιο σημαντικά βήματα στον αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Πολιτικά, η εκλογή του βάζει φρένο σε πολλές αυταρχικές και αντιδημοκρατικές τάσεις που λειτουργούν μέσα και έξω από τη χώρα, ενώ παράλληλα δημιουργεί τη βάση για μια νέα κριτική των νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών πολιτικών αλλά και δίνει το έναυσμα για τη διεκδίκηση, άλλη μια φορά, και την ενεργοποίηση της γλώσσας, ξανά, του κοινωνικού συμβολαίου και της κοινωνικής δημοκρατίας. Μπορεί η κυβέρνηση Μπους να ήταν αδιάφορη στις πνευματικές ιδέες, τη συζήτηση και τον διάλογο, ήταν όμως λυσσαλέα στο να καταστρέψει τις πολιτικές, κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες που θα καθιστούσαν εφικτό τον δημοκρατικό διάλογο. Σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση Μπους ήταν πρόθυμη να θυσιάσει σχεδόν οποιοδήποτε υπόλοιπο της δημοκρατίας για να προαγάγει περαιτέρω τα συμφέροντα των πλουσίων και των ισχυρών, ειδικά εκείνων που είχαν υπό την κατοχή τους εταιρική δύναμη. Η κυβέρνηση Ομπάμα θα αποτύχει εάν δεν συνδέσει την τρέχουσα εταιρική και πιστωτική κρίση με την κρίση της δημοκρατίας και της δηλητηριώδους ανατροπής της από τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς.
Ηεταιρική εξουσία πρέπει να αντιμετωπιστεί μετωπικά για να έχουν τύχη οι οποιεσδήποτε μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήσει ο Ομπάμα. Το κοινωνικό κράτος πρέπει να αναστηθεί για άλλη μια φορά ενάντια στην εξουσία και τα συμφέροντα του εταιρικού κράτους και αυτή η μάχη δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική, αλλά πολιτιστική και παιδαγωγική. Φυσικά, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται να κάνουμε είναι να εξιδανικεύσουμε υπερβολικά την εκλογή του Ομπάμα διότι αυτό που πρέπει να καταστήσει σαφές αυτό το ιστορικό γεγονός είναι η ανάγκη για τις διάφορες προοδευτικές και αριστερά προσανατολισμένες ομάδες να ξεπεράσουν τις απομονωμένες απαιτήσεις τους και να διαμορφωθούν ισχυρά προοδευτικά κοινωνικά κινήματα που θα μπορούν να σπρώξουν τον Ομπάμα προς τα αριστερά αντί να του επιτρέψουν να μετακινηθεί προς το κέντρο και τα δεξιά. Αυτό τουλάχιστον πέτυχαν τα κινήματα της δεκαετίας του '60 -και μάλιστα κάτω από πολύ πιο αντίξοες κοινωνικές συνθήκες. Φυσικά, αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να κάνει κάτι παραπάνω από το να ασπαστεί μια γλώσσα κριτικής: θα πρέπει επίσης να συμμετάσχει σε μια συζήτηση ελπίδας, αλλά μιας ελπίδας που είναι συγκεκριμένη, ριζοβολημένη σε πραγματικούς αγώνες και ικανή να σχεδιάσει μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι μια νέα πολιτική φαντασία που θα ενεργοποιήσει και εκείνο το μέρος της κοινωνίας που παραμένει αδιάφορο μέσα στο σύγχρονο σύμπλεγμα του καταναλωτισμού και της αποβλάκωσης των ΜΜΕ. Αυτή η προσπάθεια είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους διανοούμενους, τους ανθρώπους της τέχνης και της κουλτούρας και τους εκπαιδευτικούς. Υπάρχει έντονη ανάγκη να ξανασκεφτούμε τη σχέση μεταξύ παιδείας και πολιτικής, της παραγωγής των ιδιαίτερων ειδών θεμάτων ως όρων του αστικού δημοκρατικού βίου και των τρόπων με τους οποίους η τέχνη, η κουλτούρα και η εκπαίδευση έχουν στη σύγχρονη εποχή αναπτυχθεί σε μερικές από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της ιστορίας. Η σημαντικότερη πρόκληση για τους διανοούμενους και τους εκπαιδευτικούς στις ΗΠΑ, και στον υπόλοιπο κόσμο, είναι να μετατρέψουν τη μάθηση και την παιδεία στο σύνολό τους σε μια δυναμική διαδικασία που θα έχει ως επίκεντρο τον δημοκρατικό πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν σοβαρά την πνευματική και εκπαιδευτική δύναμη ενός πολιτισμού που κατέχει κεντρική σημασία στη διαμόρφωση νέων υποκειμενικοτήτων διαμέσου της παθολογίας του καταναλωτισμού, των αξιών της ελεύθερης αγοράς και του ατομικισμού, αντικαθιστώντας τον σταδιακά με τις αξίες, τις ταυτότητες και τις κοινωνικές σχέσεις της δημοκρατικής πολιτείας.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, ο μιλιταρισμός, η υπερεθνικοφροσύνη, ο σοβινισμός και τα φονταμενταλιστικά ιδεολογήματα θα πρέπει τουλάχιστον να περιοριστούν, με δεδομένο το πόσο δύσκολο είναι για οποιονδήποτε πρόεδρο να ανατρέψει ένα αυτοκρατορικό σύστημα με φυσική κλίση στη χρήση ισχύος, καταπίεσης και τρόμου. Πράγματι, από τις σφαγές των Ινδιάνων από τους πρώτους αποίκους έως την αποκρουστική σφαγή περίπου 250.000 Ιρακινών στη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991 και την εισβολή στο Ιράκ το 2003, που έχει έως τώρα κοστίσει τη ζωή σε σχεδόν ένα εκατομμύριο ανθρώπους, η αμερικανική εξουσία έχει λειτουργήσει ως ένα όργανο ιμπεριαλιστικής εξουσίας και υποταγής, ενώ η βία αποτελεί τον κανόνα, μάλλον, παρά την εξαίρεση. Ο Ομπάμα θα δικαιολογούσε τη λαϊκή εντολή που έλαβε αν κάνει σταθερά βήματα να αποσύρει τα στρατεύματα από το Ιράκ, να απομακρυνθεί από το δόγμα αντι-εξέγερσης στο Αφγανιστάν, να ανατρέψει το πυρηνικό αμυντικό πρόγραμμα του Μπους στην Ανατολική Ευρώπη, να ενστερνιστεί την πολύπλευρη διπλωματία και να στηριχθεί περισσότερο στην «ήπια» δύναμη των ΗΠΑ για την επιδίωξη των παγκόσμιων συμφερόντων τους αντί στη χρήση της ωμής βίας, να κλείσει το Γκουαντάναμο και να διακόψει το εμπάργκο στην Κούβα.
Μόνο με μερικές τέτοιες ενέργειες θα εκπληρωθούν οι προσδοκίες του κόσμου για «αλλαγή», που δημιούργησε η ρητορική του Ομπάμα. Σε αντίθετη περίπτωση, η προεδρία του θα αποτελέσει πραγματική τραγωδία μιας χαμένης ιστορικής ευκαιρίας για τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο.
*Ο Henry Giroux είναι καθηγητής στην έδρα Global Television Network στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, καθηγητής Πολιτιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά και ηγετική φυσιογνωμία στον χώρο της ριζοσπαστικής παιδαγωγικής και των πολιτιστικών σπουδών. Ο Χρόνης Πολυχρονίου διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων σε διάφορα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και είναι εταίρος του Κέντρου Κριτικής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/12/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου