Της Ναόμι Κλάιν
Συνεχίζω να ακούω παραλληλισμούς ανάμεσα στις ταραχές του Λονδίνου και άλλων Ευρωπαϊκών πόλεων – τις σπασμένες βιτρίνες στην Αθήνα ή τα καμένα αυτοκίνητα στο Παρίσι. Και υπάρχουν ομοιότητες, αυτό είναι σίγουρο: μια σπίθα που την ανάβει η αστυνομική βία, μια γενιά που νιώθει παραμελημένη.
Ναι αλλά αυτά τα γεγονότα σημαδεύτηκαν από τις μαζικές καταστροφές ∙ οι λεηλασίες ήταν ήσσονος σημασίας. Υπήρξαν άλλωστε τα τελευταία χρόνια κι άλλες μαζικές λεηλασίες, και μάλλον πρέπει να μιλήσουμε και γι’ αυτές. Υπήρξε η Βαγδάτη αμέσως μετά την εισβολή των ΗΠΑ – ένα παραλήρημα εμπρησμών και λεηλασίας που ερήμωσε βιβλιοθήκες και μουσεία. Τότε χτυπήθηκαν επίσης τα εργοστάσια. Το 2004 επισκέφθηκα ένα εργοστάσιο που κάποτε έφτιαχνε ψυγεία. Οι εργάτες του αφού είχαν αφαιρέσει καθετί που είχε αξία, μετά το έκαψαν ολοσχερώς, σε σημείο που η αποθήκη του εργοστασίου να μοιάζει με γλυπτό από λιωμένο μέταλλο.
Τότε όμως το γεγονός καλύφθηκε στην τρέχουσα ειδησεογραφία ως μια άκρως πολιτική πράξη. Είπαν ότι αυτά γίνονται όταν ένα καθεστώς δεν έχει καμιά νομιμοποίηση στα μάτια του κόσμου. Αφότου παρακολουθούσαν για τόσο καιρό το Σαντάμ και τους γιους του να κάνουν ό,τι θέλουν με όποιον θέλουν, πολλοί καθημερινοί Ιρακινοί ένιωσαν ότι είχαν το δικαίωμα να πάρουν και μερικά πράγματα για τους εαυτούς τους. Αλλά το Λονδίνο δεν είναι Βαγδάτη και ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δεν είναι Σαντάμ, οπότε σίγουρα δεν υπάρχει τίποτε να μάθουμε απ’ αυτή την υπόθεση.
Τί λέτε να εξετάσουμε ένα παράδειγμα από μια δημοκρατία; Αργεντινή ας πούμε γύρω στο 2001. Η οικονομία σε ελεύθερη πτώση και χιλιάδες άνθρωποι να ζουν σε σκληρές γειτονιές που ήταν βιομηχανικές ζώνες με ευημερία πριν τη νεοφιλελεύθερη περίοδο και την εισβολή των πολυεθνικών σούπερ – καταστημάτων. Ο κόσμος βγήκε τότε έξω και γέμιζε καροτσάκια με αγαθά που δε μπορούσε πλέον το πορτοφόλι του να τα σηκώσει – ρούχα, ηλεκτρονικά είδη, κρέας. Η κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας» για να αποκαταστήσει την τάξη ∙ αυτό δεν άρεσε στον κόσμο ο οποίος και ανέτρεψε την κυβέρνηση.
Οι μαζικές λεηλασίες της Αργεντινής ονομάστηκαν El Saqueo – η λεηλασία. Αυτό είχε ιδιαίτερη πολιτική σημασία γιατί με αυτόν ακριβώς τον όρο περιγράφονταν ως τότε οι ενέργειες των ελίτ που πούλησαν τα εθνικά περιουσιακά στοιχεία της χώρας με ολοφάνερα διεφθαρμένες συμφωνίες ιδιωτικοποίησης, κρύβοντας λεφτά σε οφ σορ (offshore) εταιρίες και μετά δίνοντας το λογαριασμό στον κόσμο με ακραία πακέτα λιτότητας. Οι Αργεντινοί κατάλαβαν ότι οι λεηλασίες των εμπορικών κέντρων δε θα είχαν συμβεί αν δεν είχε προηγηθεί η μεγαλύτερη λεηλασία της οικονομίας και ότι οι πραγματικοί γκάνγκστερ ήταν και οι υπεύθυνοι για την κατάσταση.
Αλλά η Αγγλία δεν είναι Λατινική Αμερική, και οι ταραχές της δεν είναι πολιτικές, ή έτσι συνεχίζουμε να ακούμε. Έχουν να κάνουν λέει με την ανομία και με τους νεαρούς που εκμεταλλεύονται μια κατάσταση για να αρπάξουν οτιδήποτε δεν είναι δικό τους. Και η βρετανική κοινωνία, μας λέει ο Κάμερον, απεχθάνεται αυτού του είδους τη συμπεριφορά.
Αυτά λέγονται λοιπόν με κάθε σοβαρότητα. Λες και η μαζική πρακτική της διάσωσης των τραπεζών δεν είχε λάβει ποτέ χώρα, ακολουθούμενη μάλιστα από προκλητικά νέα ανώτατα μπόνους. Κι έπειτα να ακολουθούν οι έκτακτες συναντήσεις των G-8 και G-20, όπου οι ηγέτες αποφάσισαν συλλογικά να μην κάνουν τίποτε για να τιμωρήσουν τους τραπεζίτες για αυτή την κατάσταση ή έστω να πάρουν κάποια σοβαρή πρωτοβουλία για να αποτρέψουν πιθανή επανάληψη αντίστοιχης κρίσης στο μέλλον. Αντίθετα, επέστρεψαν όλοι στα σπίτια τους κι ο καθένας στη χώρα του επέβαλλε θυσίες σ’ αυτούς που ήταν πιο ευάλωτοι. Το έκαναν απολύοντας δημοσίους υπαλλήλους, χρησιμοποιώντας τους εκπαιδευτικούς σαν αποδιοπομπαίους τράγους, κλείνοντας βιβλιοθήκες, ανεβάζοντας τα δίδακτρα, προωθώντας γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας, μειώνοντας τις συντάξεις κ.ο.κ – φτιάξτε το κοκτέιλ ανάλογα με τη χώρα στην οποία βρίσκεστε. Και ποιοί βγήκαν στην τηλεόραση κάνοντας μαθήματα για την ανάγκη να τελειώνουμε επιτέλους με αυτά τα «προνόμια»; Μα φυσικά, οι τραπεζίτες και οι μάνατζερ των κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων (hedge funds).
Αυτή είναι η παγκόσμια λεηλασία, η στιγμή της μεγάλης αρπαγής. Υποκινούμενη από μια παθολογική αίσθηση του δικαιώματος στη λεηλασία, όλα έγιναν με τα φώτα αναμμένα, λες και δεν υπήρχε τίποτε να κρύψουν. Υπάρχουν βέβαια κάποιοι ενοχλητικοί φόβοι. Στις αρχές του Ιούλη, η Γουόλ Στριτ Τζέρναλ, αναφέρθηκε σε μια σχετική δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία το 94% των εκατομμυριούχων φοβούνται τη «βία των δρόμων». Εκ των πραγμάτων προκύπτει ότι ήταν ένας λογικός φόβος.
Βέβαια, οι ταραχές στο Λονδίνο δεν ήταν πολιτική διαμαρτυρία. Αλλά οι άνθρωποι που λήστευαν τη νύχτα είναι απολύτως βέβαιο ότι γνώριζαν πολύ καλά ότι οι ελίτ διέπρατταν τη δικιά τους ληστεία κατά τη διάρκεια της μέρας. Η λεηλασία είναι μεταδοτική.
Οι Συντηρητικοί έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι ταραχές δε σχετίζονται με τις περικοπές. Σχετίζονται όμως και με το παραπάνω με αυτό που οι περικοπές εκπροσωπούν: τη λογική του αποκλεισμού. Αποκλεισμένος σε μια διευρυνόμενη κατώτερη τάξη με τους πολύ λίγους δρόμους διαφυγής που υπήρχαν μια προηγούμενη περίοδο – μια δουλειά και μια καλή προσιτή εκπαίδευση – να φράζονται κι αυτοί πολύ γρήγορα. Οι περικοπές δίνουν το μήνυμα. Λένε σε ολόκληρα τμήματα της κοινωνίας: είσαι καταδικασμένος να βρίσκεσαι εκεί που είσαι τώρα, όλο και περισσότερο σαν τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που διώχνουμε στα όλο και πιο οχυρωμένα σύνορα μας.
Η απάντηση του Ντέιβιντ Κάμερον στις ταραχές ήταν να καταστήσει κυριολεκτικό τον αποκλεισμό: εξώσεις από τις κοινωνικές κατοικίες, απειλές ότι θα κόψει τα μέσα της επικοινωνίας και εξωφρενικές ποινές φυλάκισης (5 μήνες σε μια γυναίκα για ένα κλεμένο σορτσάκι). Το μήνυμα που θέλουν να στείλουν και πάλι το ίδιο: εξαφανιστείτε, και κάντε το και ήσυχα.
Στη «σύνοδο κορυφής της λιτότητας» των G-20 πέρσι στο Τορόντο, οι διαδηλώσεις οδηγήθηκαν σε ταραχές και πολλά αυτοκίνητα της αστυνομίας πυρπολήθηκαν. Δεν ήταν τίποτε βέβαια σε σχέση με τα δεδομένα του Λονδίνου του 2011, αλλά παρόλα αυτά ήταν κάτι που σόκαρε εμάς τους Καναδούς. Η μεγάλη αντιπαράθεση που έγινε τότε ήταν για το γεγονός ότι η κυβέρνηση ξόδεψε 675 εκατομμύρια δολάρια στην «ασφάλεια» της συνόδου κορυφής (χωρίς βέβαια να τα κατάφεραν να σβήσουν τις φωτιές). Την ίδια στιγμή πολλοί από μας είχαμε επισημάνει ότι το νέο ακριβό οπλοστάσιο που είχε αποκτήσει η αστυνομία – αντλίες νερού, ηχητικά κανόνια, δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες – δεν ήταν μόνον για τους διαδηλωτές στους δρόμους. Μακροπρόθεσμα, η χρήση τους θα έγκειται στο να πειθαρχήσουν τους φτωχούς, που στη νέα εποχή της λιτότητας θα έχουν επικίνδυνα λίγα για να χάσουν.
Αυτό είναι που δεν κατάλαβε ο Ντέιβιντ Κάμερον: δε μπορείς να κόβεις από τον προϋπολογισμό τα κονδύλια για την αστυνομία την ίδια στιγμή που περικόπτεις τα πάντα. Γιατί όταν κλέβεις τα πολύ λίγα που έχουν απομείνει στους ανθρώπους, προκειμένου να προστατεύσεις αυτούς που έχουν πολύ περισσότερα απ’ όσα αξίζουν, θα πρέπει να περιμένεις την αντίσταση – είτε της οργανωμένης διαμαρτυρίας είτε της αυθόρμητης λεηλασίας.
Και αυτό δεν είναι πολιτική. Είναι φυσική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου